Με δεδομένες τις ραγδαίες εξελίξεις σε ο,τι αφορά στο προσφυγικό ίσως και να ειναι επίκαιρο να υπενθυμίσουμε σε φίλες και φίλους το αιώνιο θέμα των επιβατών και των μεταναστών πατεράδων και παππούδων μας που ταξιδεύοντας αρχικά με καραβιά καρυδότσουφλα ή υπερωκεάνια άλλοτε έφταναν στη Γη της Επαγγελίας που ονειρεύονταν και τους είχαν φαντασιώσει οι ταξιδιωτικοί πράκτορες και οι αντιπρόσωποι τους στις πόλεις και χωριά και άλλοτε τα κορμιά τους τα κατάπινε η φουρτουνιασμένη θάλασσα.
Για τους κατοίκους της Πάτρας, των Καλαβρύτων, του Αγρινίου, της Κορίνθου και των νησιών του Ιονίου, η ιστορία της εξ ανάγκης μετανάστευσης πάει πάρα πολύ πίσω στο χρόνο.
Η έξαρση της εξωτερικής μετανάστευσης που σημειώνεται στις αρχές του αιώνα αρχίζει ουσιαστικά µετά το 1890. Χαρακτηριστικό της περιόδου από τότε µέχρι τον Β’ παγκόσμιο πόλεµο, είναι πως το μεταναστευτικό ρεύµα κατευθύνεται σχεδόν όλο προς τις Η.Π.Α., αντίθετα µε τη μεταπολεμική περίοδο που ο προσανατολισµός αλλάζει κυρίως προς Αυστραλία και Δυτική Ευρώπη.
Από το 1823 έως το 1889 έχουν καταγραφεί συνολικά 2.187 μετανάστες από τους οποίους οι 2.182 για τις Η.Π.Α. Το 1890 ο αριθµός τους φτάνει τους 525, το 1891, τούς 1.105 Κ.Ο.Κ. για να φθάσει στο 1900 στους 3.711. Στα χρόνια δηλαδή από το 1898 έως το 1900 υπάρχει µια αύξηση, πού οφείλεται σε μια σειρά γεγονότων τα οποία αναγκάζουν μεγαλύτερα στρώματα ιδίως του αγροτικού πληθυσμού να εγκαταλείψουν τη χώρα για τις Η.Π.Α.
Kαι τέτοια κυρίως είναι: ο άτυχος πόλεμος με τους Τούρκους, η κήρυξη της χώρας σε πτώχευση, η επιβολή του Δ.Ο.Ε. (Διεθνούς Οικονομικού Έλεγχου).
Ακολουθούν όμως ακόμα πιο δύσκολα και οδυνηρά χρόνια. Ο αριθμός των μεταναστών μόνο για το 1907 (πού αποτελεί αιχμή) φτάνει στους 36.580. Η Ελλάδα είχε τότε πληθυσμό 2.631.952 κατοίκων.
Τα επίσημα στοιχεία ανεβάζουν, από το 1890 περίπου μέχρι το 1922, τον αριθμό των μεταναστών σε 400.000 περίπου.
Ας δούµε όµως τι συνέβαινε µε τις συνθήκες της ζωής, ιδίως της αγροτιάς πού έδωσε και το μεγαλύτερο ποσοστό στον όγκο των μεταναστών.
Από την «Ιστορία τού αγροτικού κινήµατος» τού Γιάννη Κορδάτου αντιγράφουμε: «Όλοι όσοι πονούσαν τον αγρότη του Μωρηά περιγράφουν την αθλιότητα µέσα στην οποία ζούσε. Ξυπόλυτος, γυµνός, κουρελής, ατροφικός. Το κρέας δεν το δοκίμαζε παρά µόνο δυό φορές το χρόνο.
Το κρεµύδι, η µποµπότα και η ελιά ήταν το µόνιµο φαγητό του, χρόνο καιρό πεινούσε. Τον καρπό που έφτυνε αίµα για να τον μαζέψει του τον έπαιρναν οι τοκογλύφοι, οι έµποροι και οι άλλοι εκμεταλλευτές του. Σχολεία δεν υπήρχαν, γράµµατα δεν µάθαινε, ζούσε σε τρώγλες και έκλαιγε τη µοίρα του.. Όλα του ήταν µαύρα και σκοτεινά, γι’ αυτό άµα άνοιξεν της Αµερικής ο δρόµος εκπατριζόταν. Ή μετανάστευσή του ήταν η µόνη σανίδα σωτηρίας».
Στο βιβλίο του Μπάµπη Μαλαφούρη «Έλληνες της Αµερικής: 1528-1928» (Νέα Υόρκη 1948) περιγράφεται:
«Στην Πελοπόννησο, από την οποία άρχισε η οµαδική μετανάστευση περί τα τέλη του περασµένου αιώνος, οι µικροϊδιοκτήται ήταν στο έλεος των τοκογλύφων, που τους προστάτευε ο Νόµος µε την προσωπική κράτησις για χρέη.
Εξ άλλου, στη Θεσσαλία, όπου επικρατούσε η µεγάλη ιδιοκτησία και όπου ένας µικρός αριθµός ιδιοκτητών έξεµεταλεύετο τις πιο εύφορες εκτάσεις µε σύστηµα σχεδόν φεουδαρχικό, οι γεωργοί, πριν εφαρμοσθούν τα μεταρρυθμιστικά µέτρα του 1911, ήταν κάτι η παραπλήσιο προς τους δουλοπαροίκους».
Στο ίδιο βιβλίο δηµοσιεύονται τα πορίσµατα µελετών, φοιτητών τού Πανεπιστημίου Αθηνών, πού εξέδωσε το 1917 ο καθηγητής Ανδρέας Μιχ. Άνδρεάδης. Κάθε φοιτητής εξέτασε τα αίτια της αποδημίας από την ιδιαίτερή του επαρχία η δήµο.
Στις µελέτες αυτές αντιπροσωπεύονται οι περιοχές: Αρκαδίας, Πάτρας, Καλαβρύτων, Τεγέας, Κορινθίας, Αγρινίου, Τρικάλων, Ευρυτανίας,Κεφαλληνίας, Κρήτης, Μυτιλήνης και αρκετές περιοχές Μακεδονίας και Ηπείρου.
Πάνω κάτω παρουσιάζουν όλες οι περιοχές, έξω από τις ιδιομορφίες τους, κοινά χαρακτηριστικά πού χοντρικά είναι τα έξης: Κάθε χρόνο άδειαζε τον 1 εως 1,5% των κατοίκων κάθε περιοχής. Χωριά που πριν την ακµή της µετανάστευσης είχαν 400 κατοίκους, µετά το 1917 είχαν 150-200.
Η τοκογλυφία οργίαζε. Ο τόκος, ήταν 20-30% σε χρήµα, άλλα οι δανειστές έπαιρναν από τούς οφειλέτες τους, γάλα, βούτυρο, και αλλά προϊόντα, ανεβάζοντας τον τόκο σε 70 ή και 80%.
Χαρακτηριστική είναι η παρατήρηση πως οι μετανάστες δεν προερχόντουσαν όλοι από τα πιο φτωχά τµήµατα του αγροτικού πληθυσμού.
Το ταξίδι απαιτούσε αρκετά χρήµατα και οι πράκτορες η οι τοκογλύφοι που θα δάνειζαν το απαραίτητο για τα ναύλα ποσό, ζητούσαν εξασφάλιση.
Έτσι µικροκτηµατίες µε υποθηκευμένα κτήµατα ήσαν πολλοί μεταξύ των µεταναστών.
Βέβαια και για τους τελείως φτωχούς και άκληρους υπήρχε ο τρόπος.
Τους δέσµευαν µε συµβόλαια έργασίας και έτσι ξεχρέωναν τα ναύλα τους, σκλάβοι στην κυριολεξία, στους σιδηροδρόµους η στα ορυχεία τού Κολοράδο.
Ακόµα και µικρά παιδιά και εφήβους 8-12 χρονών στρατολογούσαν για τα στιλβωτήρια πού διατηρούσαν κυρίως Έλληνες στις µεγάλες πόλεις των Η.Π.Α. Μεγάλο ρόλο έπαιξαν και οι πράκτορες των µεταναστευτικών γραφείων και των ατμοπλοϊκών εταιρειών πού διαφήµιζαν το πλούτο και τις ευκαιρίες που παρουσίαζε η Αµερική.
Ενδεικτικό του ότι οι Έλληνες πήγαιναν µε πρόθεση να µείνουν προσωρινά στην Αµερική, είναι το γεγονός οτι έφευγαν µόνο άντρες σε αντίθεση µε τους µεταναστες από άλλες χώρες. Έτσι άδειαζε ο τόπος από το πιο ζωντανό και παραγωγικό κοµµάτι του πληθυσµού.
Έφευγαν οι Έλληνες, µε την ελπίδα να γυρίσουν σύντοµα µέ χρήµατα, για να ξεχρεώσουν το κτήµα τους, να κάνουν µια δουλειά στον τόπο τους, να προικίσουν τις αδελφές τους και βέβαια, κύρια για να γλυτώσουν από την πεινά, τη δυστυχία και την εκμετάλλευση πού βασίλευαν στη πατρίδα τους. Δεν ήξεραν όµως συνήθως τι τους περίµενε εκεί.
Στο λιμάνι της Πάτρας, έτοιμοι για το μεγάλο ταξίδι
Σηµεία αναχώρησης των µεταναστών, ήταν επίσηµα τα λιµάνια του Πειραιά και της Πάτρας.
‘Υπήρχαν όµως εστίες παράνοµης μετανάστευσης, κυρίως απόκρυφα φυσικά λιµάνια, όπου ήταν αδύνατος ο έλεγχος επειδή δεν υπήρχαν δρόµοι η τηλεπικοινωνιακά µέσα. Ένα τέτοιο λιµάνι λαθραίας μετανάστευσης ήταν και η Ερατεινή στον Κορινθιακό κόλπο. Χιλιάδες μετανάστες επιβιβάζονταν σε μικρότερα πλοία που έδεναν στ’ ανοιχτά και στη συνέχεια έβγαιναν στη Νεάπολη αλλά και στ’ άλλα λιµάνια της Μεσογείου, όπου και στιβάζονταν σαν ζώα για το µεγάλο ταξίδι.
Το πλήθος των µεταναστών κυρίως ταξίδευε τρίτη θέση, που σήµαινε στιβαγµένο σάν εµπόρευµα στο κατάστρωµα και τ” αµπάρια.
Ορισμένες φωτογραφίες µιλούν εύγλωττα για τις άθλιες συνθήκες της µεταφοράς.
Όµως ας παρακολουθήσουµε καλύτερα τον Α. Κορδοπάτη, πώς περιγράφει το ταξίδι.
«Τρεις µέρες προχωρήσαµε, την τρίτη νύχτα µεσάνυχτα, το πλοίο χάλασε, χωρίς να καταλάβουµε τίποτα εµείς. Μοναχά οι πλοιάρχοι και οι µηχανικοί το ήξεραν και αντί για μπρος γύριζε πίσω. Το διόρθωσαν και άρχισε πάλι να πηγαίνει, αλλά ψεύτικο διόρθωµα, έκανε µοναχα οκτώ µίλια. Δύο ώρες µε τα πόδια, µια µε το πλοίο Αυστροαµερικάνα. Έγερνε και στα πλάγια. Τεντωνόµασταν χάµω και πιάναµε το νερό της θάλασσας όταν ήταν γαλανή. Όταν ο καιρός ήταν µαύρος, φίδια µας έτρωγαν. Η ψυχή του κόσµου ήταν βυθισµένη στο φόβο.
Για φαγητό έσφαζαν και µας έδιναν κάτι παλιοάλογα. Καµιά εβδοµάδα τη βγάλαµε µ’ αυτά που είχαµε ψωνίσει στην Πάτρα, αλλά σωθήκανε. Μας έδιναν κάτι ρέγγες µε σκουλήκια, χαλασµένες τις πετάγαµε. Ζούσαµε µέσα σ’ αυτή τη φρίκη, από κάτω θάλασσα και από πάνω ουρανός. Έπειτα άρχισε να κοχλάζει η ψείρα. Κάθονταν όρθια στα πανωφόρια των επιβατών, άσπρες µε ουρά. Σε λίγες µέρες µε την αργοπορία του πλοίου, το νερό λιγόστεψε. Τρεις χιλιάδες κόσµος που ήµασταν µέσα διψάσαµε. Μαζευόµασταν µυρµηγκια µε τις βίκες µπροστά στα ντεπόζιτα και ‘κεί γινόταν χαλασµός».
Έλληνες μετανάστες ταξιδεύοντας στο κατάστρωμα του πλοίου
Από τό 1903 µέχρι το 1908 απαγορεύτηκε ή είσοδος περίπου σε 3.500 µετανάστες. Έτσι και στήν Αµερική υπήρξε κάτ” ανάγκη ή λαθραία και παράνοµη αποβίβαση και µάλιστα σε µεγάλη έκταση. Άς παρακολουθήσουµε όµως πάλι τόν Κορδοπάτη. «Πλεύρισε το καράβι στο λιµάνι, το λιµάνι πατωµένο, το τελωνείο απάνω στα νερά. Φαίνεται πώς ή Αυστροαµερικάνα έβγαλε πολλούς λαθραίους ελεύθερους να φεύγει ο καθένας για το δικό του µέρος κι οι άλλες εταιρείες παραπονέθηκαν.. Ήρθε ο γιατρός κι άρχισε να εξετάζει έναν, έναν.
Όποιος ήταν καλός του δινε µιά κάρτα µέ µπλέ µολύβι και έγραφε επάνω οράϊτ, αµερικάνικα. Όποιος δεν ήταν καλός τού δινε κάρτα µε κόκκινο. Μου δωσε κόκκινο ο γιατρός, των άλλων µπλέ. Την επαύριο ήρθε πάλι κρυφτώ τη νύχτα να σούρω στη σκιά τού πλοίου να πέσω στο νερό. Φοβήθηκα µή πνιγώ, δεν το βρισκα καλό. Αποφάσισα να κάνω τον κουτό να κατέβω απ” τη σκάλα. Βάνω να χέρια πίσω. Κατεβαίνω µπροστά στους κλητήρες. Μπαίνω τάχα για το νερό µου, βαρώ µια πόρτα, άλλοι κλητήραι µέσα δέν δώσαν σηµασία. Στρίβω δεξιά, τραβάω κάτι διαδρόµους, βλέπω γυαλί και απόξω κόσµο να περνάει. Βγαίνω και δεν το πίστευα».
Έλληνες επιβιβάζονται σε βάρκες για να μεταβούν σε υπερωκεάνειο που θα τους μεταφέρει στις ΗΠΑ (Πάτρα, 1910).Φωτογραφία του Γρηγόρη Κανελλόπουλου
Πηγή
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου