Τήν 9η Μαΐου τελεῖται ἡ ἑορτή τῆς ἀνακομιδῆς ἤ ἀλλιῶς μετακομιδῆς τοῦ ἱεροῦ Λειψάνου τοῦ ἁγίου Νικολάου, ἀπό τά Μύρα τῆς Λυκίας στό Μπάρι τῆς Ἰταλίας καί τῆς προόδου ἤ παρόδου αὐτοῦ, τῆς διελεύσεώς του δηλαδή, ἀπό διαφόρους τόπους, ὅπως ἐπίσης ἑορτάζεται ἡ ἑορτή τοῦ ἁγίου Χριστοφόρου, τοῦ ἁγίου Νικολάου τοῦ ἐν Βουνένοις καί τοῦ Προφήτου σου Ἡσαῒου .
Πανηγυρικά ἑορτάστηκε ἡ ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν Λειψάνων τοῦ ἁγίου Νικολάου στήν ἐνορία Ἀετοχωρίου (Γαλτενᾶς) Κυνουρίας.
Τό ἑσπέρας τῆς Κυριακῆς 8ης Μαΐου 2016 παρευρέθησαν καί συμμετεῖχαν στήν Ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ Κληρικοί ἐκ τῆς γύρω περιοχῆς καθώς καί εὐσεβεῖς χριστιανοί τῆς περιφερείας τοῦ Καστρίου Κυνουρίας, τῆς Ἀργολίδος τοῦ Ἄστρους καί τῆς γύρω περιοχῆς.
Μετά τό πέρας τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Ἑσπερινοῦ διετέθησαν παραδοσιακά ἐδέσματα γιά τούς συμμετέχοντας, συνοδεία παραδοσιακῆς μουσικῆς, μέ πανηγυρική διάθεση καί στιγμές ξεγνιασιᾶς, πού ξύπνησαν καί ζωντάνεψαν μέσα στίς καρδιές ὅλων τά παλαιότερα χρόνια, ὅταν τό χωριό ἔσφυζε ἀπό ζωή καί ἡ πανήγυρη κρατοῦσε τρεῖς ἡμέρες.
Ἀνήμερα θά τελέσθει ὁ Ὄρθρος καί πανηγυρική Θεία Λειτουργία μέ Ἀρτοκλασία.
Ἀετοχώρι Κυνουρίας
Τό Ἀετοχώρι (Γαλτενά) βρίσκεται ἀνάμεσα στά χωριά Περδικόβρυση καί Στόλος τῆς Κυνουρίας καί εἶναι ἕνα μικρό παραδοσιακό χωριό μέ ἐλάχιστους κατοίκους. Ἡ περιοχή εἶναι κατάφυτη μέ ἐλαιόδεντρα, ἄγριους πρίνους καί λογιῶν - λογιῶν ἄγρια φυσική βλάστηση. Τό χωριό ἀνήκει στόν Δῆμο Βόρειας Κυνουρίας. Ἔχει λιγότερους ἀπό 20 μονίμους κατοίκους, πού ἀσχολοῦνται ἀποκλειστικά μέ τή γεωργία καί τήν κτηνοτροφία.
Στό χωριό Ἀετοχώριο ὁ ἑορτάζων Ἱερός Ναός τοῦ Ἁγίου Νικολάου εἶναι ἡ μοναδική Ἐκκλησία, ἐνῶ σχεδόν μέχρι τό 1983 λειτουργοῦσε μονοθέσιο Δημοτικό Σχολεῖο.
Πλησίον τοῦ Ἀετοχωρίου βρίσκονται τά ωωριά Ἅγιος Γεώργιος, Περδικόβρυση, Φούντωμα καί Στόλος καί οἱ οἰκισμοί Μαντικέϊκα καί Μελίσσι.
Ἐντύπωση στόν κάθε ἐπισκέπτη τοῦ χωριοῦ, προκαλεῖ τό «Ψηλό Κοτρώνι» ἕνας πανύψηλος βράχος νοτιοανατολικά τοῦ χωριοῦ, καθώς καί ὁ βράχος στήν θέση «Ἄλογο» δυτικά μέ κατεύθυνση πρός τήν Μονή τοῦ Προδρόμου, στόν ὁποῖο βράχο εἶναι ἄριστα ἀποτυπωμένη ἡ μορφή ἑνός ἀλόγου (ἄλογο τοῦ Προδρόμου, συσχετίζεται μέ τό πάτημα τοῦ ἀλόγου τοῦ Προδρόμου δυτικά τῆς Μονῆς). Ἡ παράδοση θέλει κάθε χρόνο οἱ κάτοικοι τοῦ Ἀετοχωρίου νά χτίζουν πέτρινο μαντρότοιχο ἔμπροσθεν τοῦ ἀλόγου γιά τήν προστασία του καί αὐτό νά γκρεμίζεται ἤ ἀλλιῶς ἡ παράδοση θέλει αὐτό τό ἄλογο νά καταστρέφει τά κτήματα καί τίς καλλιέργειες τῶν κατοίκων καί ὕστερα ἀπό προσευχή τῶν χωρικῶν νά κολάει τό ἄλογο ὁ Πρόδρομος στόν βράχο. Ἀπό γενιά σέ γενιά καί ἀπό στόμα σέ στόμα συνεχίζεται ἡ μετάδοση καί ἡ διάδοση τῶν ὡς ἄνω τοπικῶν παραδόσεων.
ΒΙΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
Ὁ ἅγιος Νικόλαος, Ἀρχιεπίσκοπος Μύρων τῆς Λυκίας ὁ Θαυματουργός, εἶναι ἕνας ἀπό τούς πλέον ἀγαπητούς Ἁγίους της Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας. Ἀμέτρητοι ἱεροί Ναοί ἔχουν κτισθεῖ πρός τιμήν του καί πλήθη λαοῦ σπεύδουν νά τόν τιμήσουν καί νά ζητήσουν τή μεσιτεία του πρός τόν Κύριο.
Γεννήθηκε στά Πάταρα τῆς Λυκίας γύρω στά 250 μ.Χ. ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς, οἱ ὁποῖοι τόν ἀνέθρεψαν «ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου».
Βρέφος ἀκόμη ἀπέδειξε ὅτι εἶχε τή Χάρη τοῦ Θεοῦ. Μέ θαυμαστό τρόπο στάθηκε ὄρθιος τήν ὥρα τοῦ λουτροῦ χωρίς καμία βοήθεια. Κάθε Τετάρτη καί Παρασκευή θήλαζε μόνο μία φορά τήν ἡμέρα καί μάλιστα μετά τή δύση τοῦ ἡλίου. Πολύ νωρίς ὁ Κύριος κάλεσε κοντά του τούς δυό γονεῖς του καί ὁ ἴδιος, ἔχοντας πάντοτε ὁδηγό τή ρήση τοῦ Εὐαγγελίου «δότε ἐλεημοσύνην», μοίρασε τήν περιουσία του στούς φτωχούς καί ἀφοσιώθηκε ὁλοκληρωτικά στή λατρεία τοῦ Ὑψίστου.
Εἶναι γνωστή καί ἀξιοθαύμαστη ἡ ἐνέργειά του νά βοηθήσει νύχτα καί κρυφά τίς τρεῖς ἀδελφές μέ ἀξιόλογο χρηματικό ποσό, γιά νά μήν ἀναγκαστοῦν, λόγω τῆς φτώχιας τους, νά παρασυρθοῦν στήν ἀτίμωση. Κινούμενος ὁ Νικόλαος ἀπό ἱερό πόθο, ἀποφάσισε νά ταξιδέψει γιά νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Καθώς ἔπλεε τό πλοῖο, ἄρχισαν νά πνέουν σφοδρότατοι ἄνεμοι καί τότε ξέσπασε μεγάλη τρικυμία. Ἐπιβάτες καί πλήρωμα ἔχασαν τήν ψυχραιμία τους καί περίμεναν νά καταποντισθοῦν. Ὁ Νικόλαος, ὅμως, γονατιστός, προσευχήθηκε μέ θέρμη πρός τόν Κύριο καί τό θαῦμα ἔγινε. Οἱ ἄνεμοι ἔπαυσαν καί ἡ θάλασσα ἀμέσως γαλήνεψε. Ὅμως, κάποιος ναύτης, πού ἦταν στό κατάρτι, γλίστρησε καί ἔπεσε στό κατάστρωμα νεκρός. Ὅλοι στενοχωρήθηκαν, πού χάθηκε ἕνας ἄνθρωπος. Χάρη ὅμως στίς θερμές προσευχές τοῦ Ἁγίου, ὁ ναύτης ἀναστήθηκε, σάν νά ξύπνησε ἀπό βαθύ ὕπνο.
Μετά τό προσκύνημα στούς Ἁγίους Τόπους ἐπέστρεψε στά Πάταρα, ὅπου ζοῦσε μέ ὁσιότητα καί δικαιοσύνη. Ὁ Θεός τόν ἀξίωσε νά χειροτονηθεῖ Πρεσβύτερος καί, μετά τόν θάνατο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Μύρων τῆς Λυκίας, νά ἐκλεγεῖ Ἀρχιεπίσκοπος.
Ἔτρεφε μεγάλη ἀγάπη γιά τούς φτωχούς καί τούς ἀδυνάτους. Ἵδρυσε στήν Ἀρχιεπισκοπή τοῦ Φτωχοκομεῖο, Ξενῶνα, Νοσοκομεῖο καί ἄλλα φιλανθρωπικά ἱδρύματα Στίς δύσκολες στιγμές τῶν διωγμῶν τοῦ Διοκλητιανοῦ ἐμψύχωνε τό ποίμνιό του καί ἰδιαίτερα τούς νέους. Αὐτό εἶχε σάν ἀποτέλεσμα νά συλληφθεῖ, φυλακιστεῖ καί βασανιστεῖ. Ὑπομένει, ὅμως, ὅλες τίς δυσκολίες καί τίς ταλαιπωρίες πρός δόξαν Κυρίου.
Μετά τήν κατάπαυση τῶν διωγμῶν ἀπό τόν Αὐτοκράτορα Μέγα Κωνσταντῖνο ἀναλαμβάνει καί πάλι τό ποιμαντικό του ἔργο.
Τό 325 μ.χ. παίρνει μέρος στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, πού ἔγινε στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας, καί καταπολεμεῖ μέ θάρρος καί τόλμη τίς κακοδοξίες τοῦ Ἀρείου. Ὑπερασπίζεται μέ σθένος τήν Ὀρθοδοξία καί ἀναδεικνύεται «κανών πίστεως» καί διδάσκαλος τοῦ Εὐαγγελίου. Γιά τήν ἐνίσχυσή του ἐμφανίστηκε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός καί τοῦ ἔδωσε Εὐαγγέλιο καί ἡ Μητέρα Παναγία, πού τοῦ χάρισε Ὠμοφόριο.
Ὅταν ἐπέστρεψε ἀπό τή Σύνοδο, συνέχισε τό ποιμαντικό του ἔργο μέχρι τά βαθιά γεράματα, ὅποτε καί παρέδωσε τό πνεῦμα του στόν Πανάγαθο Θεό τό 330 μ.Χ.
Ὁ Κύριος τόν τίμησε ἰδιαίτερα γιά τήν ἐνάρετη χριστιανική ζωή του, πού τή διέκρινε ἡ βαθιά πίστη στόν παντοδύναμο Θεό καί ἡ ἀνεκτίμητη ἀγάπη του γιά τόν ἄνθρωπο. Τόν ἀνέδειξε ποταμό ἰαμάτων καί πηγή θαυμάτων. Θαυματουργοῦσε ὅταν ζοῦσε, ἀλλά καί μετά τήν κοίμησή του τά θαύματά του εἶναι ἀναρίθμητα.
Τό ἔτος 1087, λόγω ταραχῶν, ἔγινε ἡ μετακομιδή τῶν ἱερῶν Λειψάνων του ἀπό τά Μύρα στό Μπάρι τῆς Ἰταλίας. Κατά τήν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας ἔτρεχε τόσο πολύ μύρο ἀπό τά ἱερά Λείψανα, πού οἱ πιστοί τό μάζευαν σέ δοχεῖα γιά θεραπεία ἀπό διάφορες ἀρρώστιες, ἀρκετοί μάλιστα λιποθυμοῦσαν ἀπό τήν εὐωδία του.
Ὁ ἅγιος Ὁσιομάρτυς Νικόλαος ὁ Νέος
Ὁ ἅγιος Ὁσιομάρτυς Νικόλαος ὁ Νέος, κατάγονταν ἀπό τά μέρη τῆς Ἀνατολῆς. Πότε ἔζησε, δέν εἶναι ἀκριβῶς γνωστό, ἀλλά κάπου τόν 7ο μέ 8ο αἰῶνα.
Γεννήθηκε ἀπό γονεῖς θεοσεβεῖς, εὐγενεῖς καί πλουσίους. Ἀπό τά παιδικά του χρόνια, ἔδειχνε, ποιά θά εἶναι ἡ πνευματική του ἐξέλιξη. Ἀπέφευγε τή συναναστροφή τῶν νέων, πού δέν ἦταν προσεκτικοί στή ζωή τους, καί συναναστρέφονταν πάντα μέ συνετούς, προσεκτικούς καί θεοσεβεῖς ἀνθρώπους.
Ὅταν μεγάλωσε, κατατάχθηκε σάν στρατιώτης, στά βασιλικά στρατεύματα. Ἐπειδή ἦταν πολύ ἀνδρεῖος καί μορφωμένος, ὁ τότε Βασιλιάς τοῦ ἔδωσε μεγάλα ἀξιώματα, τόν ἔκανε Δοῦκα, δηλαδή στρατιωτικό διοικητή, καί τόν ἔστειλε στά μέρη τῆς Θεσσαλίας.
Σέ λίγο καιρό ὁ Νικόλαος, μέ τή φώτιση τοῦ Θεοῦ, πῆγε στό ὄρος τῆς Βουνένης, ἕνα βουνό κοντά στή Λάρισα, καί ἐκεῖ βρῆκε μερικούς Μοναχούς πού ἡσύχαζαν, ὅποτε ἀποφασίζει, νά ἀσκητεύσει καί αὐτός στό ὄρος αὐτό, ἐγκαταλείποντας κάθε κοσμική δόξα καί τά ἀξιώματά του.
Ἔγινε λοιπόν Μοναχός καί ἄρχισε τό σκληρό ἀγῶνα τῆς νηστείας, τῆς προσευχῆς, τῆς ἀγρυπνίας καί κάθε ἄλλης σκληραγωγίας καί ἀσκήσεως. Ἔτσι, πολύ σύντομα, ἔφτασε σέ πολύ ὑψηλά μέτρα, πνευματικῆς καί ἐναρέτου ζωῆς. Ἀλλά ὁ διάβολος, μή ὑποφέροντας νά βλέπει τή θεάρεστη ζωή τῶν Μοναχῶν αὐτῶν, ἔστειλε ἐναντίον τους, πλῆθος ἀθέων Ἀβάρων, πού ἦρθαν τότε στήν Ἑλλάδα, λεηλατώντας καί φονεύοντες τούς πάντες.
Ἐνῶ, λοιπόν, ὁ Ὅσιος προσεύχονταν μαζί μέ τούς δώδεκα συνασκητάς του, ἦρθε τήν νύκτα Ἄγγελος Κυρίου καί τούς εἶπε νά ἑτοιμαστοῦν, γιατί σέ λίγο θά μαρτυρήσουν γιά τόν Χριστό καί θά πάρουν τά στεφάνια τῆς ἀθλήσεως. Οἱ ἀθλητές μόλις ἄκουσαν τή «χαρμόσυνη» αὐτή εἴδηση, χάρηκαν καί ἄρχισαν μεγαλύτερο ἀγῶνα μέ νηστεῖες καί προσευχές, γιά νά γίνουν ἄξιοι τῆς αἰωνίου ζωῆς.
Ὁ μακάριος Νικόλαος, συμβούλευε τούς συνασκητάς του λέγοντας: «Νά μή φοβηθοῦμε, ἀδελφοί, τόν πρόσκαιρο θάνατο, οὔτε νά δειλιάσουμε, γιατί τώρα ἦρθε ἡ ὥρα, νά δείξουμε τήν ἀνδρεία μας καί μέ μικρή καί λίγη τιμωρία νά κληρονομήσουμε τήν παντοτινή εὐφροσύνη καί μακαριότητα».
Σέ λίγες ἡμέρες, ἦρθαν οἱ Ἄβαροι στή Σκήτη καί τούς μέν ἄλλους Ὁσίους, ἀφοῦ δέν μπόρεσαν νά τούς ἀλλαξοπιστήσουν μέ διάφορα βασανιστήρια, στό τέλος τούς ἀποκεφάλισαν, τόν δέ ὅσιο Νικόλαο, βλέποντες ὅτι ἦταν πολύ ὡραῖος, ἄρχισαν μέ κολακεῖες νά τόν παρακινοῦν νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό καί νά προσκυνήσει τά ἀναίσθητα εἴδωλά τους.
Ἄδικος, ὅμως, ὁ κόπος τους, γιατί οὔτε ἐλάχιστα μπόρεσαν νά κλονίσουν ἀπό τήν εὐσέβεια τόν Ἅγιο, ὁ ὁποῖος ἀπαντοῦσε: «Ἐγώ δέν εἶμαι μωρό παιδί, γιά νά ξεγελαστῶ καί ν’ ἀρνηθῶ τόν ἀληθινό Θεό, ὁ Ὁποῖος μέ ἔπλασε, καί νά προσκυνήσω τά ἄψυχα εἴδωλα. Ἀλλά, ὅπως ἀπό τήν ἀρχή ἤμουν εὐσεβής Χριστιανός, ἔτσι καί θά παραμείνω, μέχρι νά παραδώσω τήν ψυχή μου, στά πανάχραντα χέρια τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τόν Ὁποῖο, σάν Θεό ἀληθινό καί Σωτῆρα μου προσκυνῶ, λατρεύω καί σέβομαι καί γιά τήν ἀγάπη Του αἰσθάνομαι μεγάλη προθυμία καί πόθο, νά χύσω ἀκόμη καί τό αἷμα μου».
Ἀμέσως τότε οἱ βάρβαροι ἐξαγριώθηκαν καί τόν ἔδειραν ἄσπλαχνα. Τόν ἀπείλησαν δέ, ὅτι θά τόν τιμωρήσουν μέ φοβερά βασανιστήρια μέχρι θανάτου, ἄν δέν ἀλλαξοπιστήσει. Ὁ Ἅγιος ὅμως ἀπάντησε: «Αὐτό πού φοβερίζετε νά μοῦ κάνετε, ἐπιθυμῶ πολύ, γιατί, ἐάν μέ χωρίσετε ἀπό αὐτή τή μάταιη καί πρόσκαιρη ζωή, μοῦ δίνετε ἀτέλειωτη καί βασιλεία οὐράνια, ὅπου θά δοξάζομαι μαζί μέ τόν Χριστό μου πάντοτε, ἀπολαμβάνοντας χαρά ἀνεκλάλητη καί ἀγαλλίαση ἀπερίγραπτη».
Τότε οἱ βάρβαροι τόν ἔδειραν τόσο πολύ, ὥστε κοκκίνισε ἡ γῆ ἀπό τό ἅγιο αἷμα του. Αὐτοί πού τόν ἔδερναν ἄλλαξαν δυό καί τρεῖς φορές, ἀπό τήν κούραση. Ἔπειτα τόν ἔδεσαν σέ ἕνα δένδρο, ὅπου τόν τόξευαν, τόν ἐλόγχευαν καί ἄλλες πολλές τιμωρίες τοῦ ἔκαναν. Τέλος, βλέποντας ὅτι ἦταν ἀδύνατο νά ἀλλαξοπιστήσει, τόν ἀποκεφάλισαν, καί ἔτσι ἔλαβε ὁ ἀείμνηστος, τόν στέφανον τῆς ἀθλήσεως στίς 9 Μαΐου.
Βίος ἁγίου Χριστοφόρου
Στίς 9 Μαΐου ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τή μνήμη τοῦ Μεγαλομάρτυρα ἁγίου Χριστοφόρου. Μεταξύ τῶν Ἁγίων καί καλλινίκων τοῦ Χριστοῦ Μαρτύρων, ἐξαιρετική θέση κατέχει καί ὁ ἅγιος Χριστοφόρος, ὁ Θαυματουργός. Ὁ Ἅγιός μας ἔζησε στά χρόνια του Αὐτοκράτορα Δεκίου, τόν 3ο μ.Χ αἰῶνα. Ἡ πατρίδα του δέν εἶναι γνωστή, ἀλλά, σύμφωνα μέ ἀρχαία παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, καταγόταν ἀπό βαρβαρική χώρα τῆς Ἀνατολῆς καί μᾶλλον ἀπό φυλή ἀνθρωποφάγων.
Ὁ ἴδιος, ὅπως φαίνεται, ἦταν μέλος μιᾶς φυλῆς τῆς βόρειας Ἀφρικῆς, τῶν Μαρμαριτῶν, καί αἰχμαλωτίστηκε ἀπό τίς ρωμαϊκές δυνάμεις κατά τή διάρκεια ἐκστρατείας τους ἐναντίον τῶν Μαρμαριτῶν. Ἀκολούθως, μεταφέρθηκε σέ ρωμαϊκή φυλακή, κοντά στήν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας.
Βλέποντας, ὅμως, ἐκεῖ τούς Χριστιανούς νά διώκονται σύμφωνα μέ διαταγή τοῦ Δεκίου, ἄρχισε νά ἐλέγχει τούς εἰδωλολάτρες γι' αὐτό. Ἐνῶ τούς ἔλεγχε, ἕνας ὑπηρέτης τόν χτύπησε στό στόμα γιά νά σταματήσει. Ὁ Ἅγιός μας μέ πραότητα τοῦ εἶπε ὅτι ναί μέν δέν τοῦ δίνει τώρα τήν ἀνταμοιβή πού τοῦ ἀξίζει, διότι ὁ Χριστός τόν ἐδίδαξε νά συγχωρεῖ, ἀλλά μπροστά στή δύναμη πού τοῦ δίνει ὁ Χριστός, δέν μπορεῖ νά τοῦ ἀντισταθεῖ οὔτε ὁλόκληρο τό βασίλειό του. Ὁ δοῦλος μετέφερε αὐτά τά λόγια στόν Αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος θυμωμένος ἔστειλε διακόσιους στρατιῶτες, μέ τήν διαταγή νά τόν ὁδηγήσουν μπροστά του δεμένο.
Οἱ στρατιῶτες βρίσκουν τόν Ἅγιο νά προσεύχεται ἔξω ἀπό τόν Ναό τῶν Χριστιανῶν. Ἐκεῖ, μέ τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ, χόρτασε ὅλους τους ἤδη πεινασμένους στρατιῶτες μέ ἕνα ξερό κομμάτι ψωμιοῦ. Μπροστά στό θαῦμα αὐτό τό στράτευμα, πού πῆγε νά αἰχμαλωτίσει τόν Χριστοφόρο, πιάνεται τελικά ἀπ' αὐτόν.
Γεμάτος χαρά τότε ὁ Ἅγιός μας, τούς δίδαξε μέ ἁπλά λόγια τό Εὐαγγέλιο, καί ἔπειτα ὅλοι μαζί πῆγαν στήν Ἀντιόχεια, ὅπου βαπτίσθηκαν ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Βαβύλα.
Τότε ὁ Ἅγιός μας ὀνομάσθηκε Χριστοφόρος, ἐνῶ πρῶτα ὀνομαζόταν Ρέπροβος, πού σήμαινε ἄσχημος, κακομούτρης. Κάτω ἀπό τήν ἐξωτερική αὐτή ἀσχήμια τοῦ σώματος, ἔκρυβε ὁ Ἅγιος μία ψυχή γενναία, μέ ἀγαθή προαίρεση.
Μετά τό βάπτισμα ὁ ἅγιος Χριστοφόρος ὁδηγήθηκε ἀπό τούς στρατιῶτες στόν Αὐτοκράτορα Δέκιο. Ἐκεῖ ὁ Δέκιος προσπάθησε μέ ὑποσχέσεις νά τούς πείσει νά ἀλλάξουν τήν πίστη τους. Τό ἀποτέλεσμα δέν τόν ἱκανοποίησε, καί γι' αὐτό, δίνει διαταγή νά ἀποκεφαλίσουν τούς στρατιῶτες, καί νά κλείσουν τόν Χριστoφόρο στή φυλακή. Ἐκεῖ τόν ἐπισκέπτονται δυό πόρνες, μέ σκοπό νά τοῦ ἀλλάξουν τήν πίστη. Ἀλλά ἔγινε καί πάλι τό ἀντίθετο! Ἔτσι μετά τήν ὁμολογία τῶν γυναικῶν, τῆς Ἀκυλίνας καί τῆς Καλλινίκης, ὅτι ἔγιναν Χριστιανές, μαρτύρησαν καί αὐτές γιά τόν Χριστό.
Ὁ Αὐτοκράτορας διέταξε στή συνέχεια νά ντύσουν τόν Μάρτυρα μέ χάλκινο ροῦχο, καί νά τόν βάλουν πάνω σέ μία μεγάλη φωτιά. Ἀλλά ἡ φωτιά δέν ἀγγίζει καθόλου τόν Ἅγιό μας. Ὅταν ὁ ἀσεβής Δέκιος εἶδε ὅτι καί τά ἄλλα μαρτύρια στάθηκαν ἀνίκανα νά πειράξουν τό σῶμα τοῦ Χριστοφόρου, διέταξε τόν ἀποκεφαλισμό του. Ἦταν 9 Μαΐου τοῦ ἔτους 250 περίπου μ.Χ.
Ὁ κόσμος τῶν αὐτοκινητιστῶν τόν ἔχει προστάτη του, καί μέ πολλή εὐλάβεια ἑορτάζουν τήν ἁγία μνήμη του.
Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας,
Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας, υἱὸς τοῦ Ἀμώς, ἐγεννήθηκε στὰ Ἱεροσόλυμα περὶ τὸ 774 π.Χ. Ὑπῆρξε ὁ πρῶτος μεταξὺ τῶν τεσσάρων μεγάλων Προφητῶν, ὁ λαμπρότερος καὶ μεγαλοφωνότερος ἀπὸ αὐτούς. Τὸ ὄνομα Ἡσαΐας, ἑβραϊστὶ Γιασιαγιάχου, σημαίνει «ὁ Θεὸς σώζει».
Κατὰ ἀρχαία ραββινικὴ παράδοση, ὁ πατέρας του ἦταν ἀδελφὸς τοῦ βασιλέως τῶν Ἰουδαίων Ἀμασίου, ἡ δὲ θυγατέρα του λέγεται ὅτι εἶχε νυμφευθεῖ τὸν βασιλέα Μανασσῆ. Οἱ παραδόσεις αὐτές, θρῦλοι μᾶλλον καὶ ὄχι ἱστορικὲς ἀλήθειες, ὑποδηλώνουν πάντως τὴν εὐγενὴ καταγωγὴ τοῦ Ἡσαΐου. Ὁ Ἡσαΐας ἦταν ἔγγαμος καὶ εἶχε ἀποκτήσει δύο παιδιά, τὰ ὁποία ἀναφέρονται στὶς Προφητεῖες του. Σὲ αὐτά, κατ’ ἐντολὴν προφανῶς τοῦ Θεοῦ, εἶχαν δοθεῖ συμβολικὰ ὀνόματα. Τοῦ μὲν πρώτου τὸ ὄνομα ἦταν Ἰασοὺβ καὶ σημαίνει κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα «τὸ ὑπόλοιπο θὰ ἐπιστρέψει», δηλαδὴ οἱ ἐναπομείναντες στὴν αἰχμαλωσία Ἰουδαῖοι θὰ ἐπανέλθουν στὴν πατρίδα τους. Τοῦ δὲ ἄλλου τὸ ὄνομα ἦταν Μαχὲρ Σχαλὰζ Χὰς Βὰζ καὶ σημαίνει «ταχέως σκύλευσον, ὀξέως προνόμευσον», σὲ δήλωση τῆς ἐπικείμενης κατὰ τῶν Ἱεροσολύμων ἐπιδρομῆς τῶν Ἀσσυρίων καὶ Βαβυλωνίων.
Ὁ Ἡσαΐας κλήθηκε στὴν προφητικὴ διακονία του κατὰ τὸ 738 μ.Χ., τελευταῖο ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Ὀζίου καὶ πρῶτο ἔτος τῆς βασιλείας Ἰωάθαμ. Ὁ ἴδιος ἱστορεῖ σὲ μία συναρπαστικὴ περιγραφὴ τὴν κλήση του. Εὑρισκόμενος στὸ ἱερὸ εἶδε τὸν Κύριο καθήμενο ἐπάνω σὲ θρόνο ὑψηλό, ἐνῷ ὁ ναὸς ἦταν πλημμυρισμένος ἀπὸ ὑπέρλαμπρο φῶς τῆς θείας δόξας. Τὰ ἑξαπτέρυγα Σεραφίμ, ἵσταντο γύρω ἀπὸ τὸ θεῖο θρόνο προσφωνώντας καὶ ἀντιφωνώντας τὸ ἕνα τὸ ἄλλο, δοξολογώντας τὸν Θεὸ καὶ λέγοντας «ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πᾶσα ἡ γῆ τῆς δόξης Αὐτοῦ».
Μπροστὰ στὸ μεγαλειῶδες αὐτὸ θέαμα ὁ Ἡσαΐας καταλύφθηκε ἀπὸ βαθιὰ συγκίνηση καὶ δέος, ἀναλογίστηκε τὴν ἀναγιότητά του ὡς ἀνθρώπου καὶ ἀναφώνησε ὅτι, ὡς ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ἀκάθαρτα χείλη, ἀξιώθηκε νὰ δεῖ τὸν Βασιλέα, Κύριο Σαβαώθ. Μετὰ τὴν ταπεινὴ αὐτὴ ὁμολογία του, ἕνα ἀπὸ τὰ Σεραφὶμ ἔλαβε διὰ τῆς λαβίδος στὸ χέρι του ἀναμμένο κάρβουνο ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο, στὸ ὁποῖο καιγόταν εὐῶδες θυμίαμα, ἄγγιξε τὰ χείλη τοῦ Ἡσαΐα καὶ τοῦ εἶπε: «ἰδού, αὐτὸ ἄγγιξε τὰ χείλη σου καὶ θὰ ἀφαιρέσει τὶς ἀνομίες σου καὶ θὰ καθαρίσει τελείως καὶ θὰ ἀπαλείψει ἀπὸ σένα τὶς ἁμαρτίες σου».
Τὸ ἔργο τοῦ Προφήτου Ἡσαΐα ἐπεκτάθηκε ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Ἰωάθαμ, Ἄχαζ, Ἐζεκίου, ἴσως δὲ καὶ ἐπὶ Μανασσῆ, ἀπὸ τὸν ὁποῖο, ὅπως λέγεται καταδικάσθηκε σὲ θάνατο καὶ ἐκτελέσθηκε μὲ ξύλινο πριόνι, ἐπειδὴ τὸν ἔλεγξε δημοσίως γιὰ τὴν ἀσέβειά του.
Ἡ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία ἔζησε ὁ Ἡσαΐας ἦταν πολὺ δύσκολη γιὰ τὸ Ἰσραηλιτικὸ βασίλειο. Οἱ Ἑβραῖοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης εἶχαν ἐκτραπεῖ σὲ μία ὑλόφρονα ζωή, γιὰ τὴν ἱκανοποίηση τῆς ὁποίας δὲν δίσταζαν μπροστὰ σὲ καμία ἀδικία καὶ παρανομία. Οἱ ἱερεῖς ἦταν μέθυσοι, οἱ ψευδοπροφῆτες ὀργίαζαν, οἱ ἄρχοντες ἦταν κλέφτες. Οἱ ψευδοευλαβεῖς ἐκεῖνοι, ποὺ νήστευαν καὶ προσέφεραν θυσίες ὑποκριτικὰ καὶ ἦταν ἄδικοι καὶ ἀνελεήμονες, εἶχαν πληθυνθεῖ καὶ συνεργοῦσαν στὴ διαφθορά.
Μία τέτοια κατάπτωση ἦταν ἑπόμενο νὰ ὁδηγήσει σὲ ὀλιγοπιστία, σὲ ἀπιστία πρὸς τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ σὲ ἐκτροπὴ πρὸς τὴν εἰδωλολατρία. Ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτωλότητας καὶ ἀσέβειας ποὺ κυριαρχοῦσε, μὲ σκοπὸ τὴν παιδαγωγία, τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ λαοῦ καὶ τὴν ὑπακοὴ στὸν θεῖο νόμο, ὁ Θεὸς ἐπέτρεπε συμφορὲς καὶ θλίψεις, ἰδιαίτερα δὲ τὶς καταστρεπτικὲς ἐπιδρομὲς ξένων, γειτονικῶν καὶ μακρινῶν λαῶν.
Ἔτσι τὸ ἔργο τοῦ Προφήτου Ἡσαΐα, καθ’ ὅλο τὸ διάστημα τῆς δράσεώς του, ἦταν νὰ ἐλέγχει τὴν ἁμαρτωλότητα καὶ ἀσέβεια, νὰ καταδικάζει αὐστηρότατα τὴν ἀποστασία καὶ εἰδωλολατρία, νὰ προλέγει θλίψεις κατὰ τοῦ ἀποστάτη λαοῦ καὶ νὰ καλεῖ σὲ μετάνοια καὶ ἐπιστροφὴ πρὸς τὸν Θεό. Σὲ περίοδο δὲ προφανῶν κινδύνων, ἐπιδρομῆς ἐχθρῶν καὶ δουλείας τοῦ λαοῦ, ἐνθάρρυνε τοὺς ἀποκαρδιωμένους, ἀναθέρμαινε τὴν πίστη καὶ ὑπακοὴ πρὸς τὸν Θεό, καλλιεργοῦσε τὴν ἐλπίδα τῆς ἀπολυτρώσεως. Ἀλλὰ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο χαρακτηρίζει ἐντονότερα τὸν Ἡσαΐα εἶναι κυρίως οἱ πολυάριθμες καὶ καθαρότατες Χριστολογικὲς Προφητεῖες του. Φωτιζόμενος ἀπὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα προανήγγειλε τὴν ἐκ Παρθένου γέννηση τοῦ Λυτρωτοῦ, ὅπως καὶ τὸ Ὄνομα Αὐτοῦ«Ἐμμανουήλ», τὸ ὁποῖο σημαίνει «ὁ Θεὸς μαζί μας». Γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάσθηκε ἀπὸ τοὺς Πατέρες, «Εὐαγγελικὸς Προφήτης», οἱ δὲ Προφητεῖες του «Καθ’ Ἡσαΐαν Εὐαγγέλιον».
Τὸ ἱερὸ λείψανό του μεταφέρθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, ἐπὶ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου Β’ (408 – 450 μ.Χ.) καὶ κατατέθηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Λαυρεντίου ποὺ ἦταν πλησίον τῶν Βλαχερνῶν.
Τὸ ἱερὸ λείψανό του μεταφέρθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, ἐπὶ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου Β’ (408 – 450 μ.Χ.) καὶ κατατέθηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Λαυρεντίου ποὺ ἦταν πλησίον τῶν Βλαχερνῶν.
+ π. Ι.Σ.
Πηγή
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου