Γράφει ο Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής Παιδαγωγικής – Χριστιανικής Παιδαγωγικής στη Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ*
Αυτοί που εμφανίζονται πρόθυμοι για το κατ΄αυτούς «συμφέρον» της χώρας να παραχωρήσουν το όνομα «Μακεδονία» σε λαό που εμφανίζεται τα τελευταία 60 χρόνια στο ιστορικό γίγνεσθαι να διεκδικεί ως πατρική του γη τη Μακεδονία μας θα πρέπει να καταλάβουν ότι «παίζουν εν ου παικτοίς». Αυτό ήταν το μήνυμα του λαού στο Συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης, το οποίο θα ξαναδοθεί προς όλες τις κατευθύνσεις από το Συλλαλητήριο της Αθήνας.
Οι κύριοι εκπρόσωποι της ελληνικής διπλωματίας και της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, δεν μπορούν για μια ακόμη φορά να ενεργούν φασιστικά και ολοκληρωτικά, πιστεύοντας ότι ο ελληνικός λαός δεν γνωρίζει, κάνει λάθος στις εκτιμήσεις του και ότι μόνον αυτοί με τις διεθνιστικές τους ιδεοληψίες είναι εκείνοι που γνωρίζουν το συμφέρον της Ελλάδας.
Η διπλωματία και η εξωτερική πολιτική της χώρας οφείλει να διαλέγεται με άλλα έθνη, χωρίς, όμως, να απειλούνται και να διακυβεύονται, κατά τους διαλόγους αυτούς, τα εθνικά συμφέροντα είτε στο παρόν είτε στο μέλλον.
Η διαφαινόμενη πρόθεση παραχώρησης του ονόματος «Μακεδονία» στους διεκδικητές της Μακεδονίας μας φανερώνει ότι ορισμένοι αγνοούν τον βασικό κανόνα της ιστορίας, κατά τον οποίο αυτός που διεκδικούσε χθες, διεκδικεί και σήμερα και είναι βέβαιο ότι θα διεκδικεί και αύριο και μάλιστα περισσότερα.
Επιπλέον, φαίνεται να παραβλέπεται ένα σπουδαίο γεγονός, ότι το όνομα θα χρησιμοποιηθεί ως ένα πολιτικό προηγούμενο, πάνω στο οποίο θα κτιστεί η μετέπειτα διεκδίκηση της μακεδονικής μας γης, για την οποία έχυσαν το αίμα τους χιλιάδες Έλληνες ήρωες.
Επομένως, το γεγονός και μόνον της συζήτησης της παραχώρησης του ονόματος της Μακεδονίας αποτελεί απειλή της εθνικής γης.
Πότε θα υπάρξει η απειλή στο άμεσο ή στο απώτερο μέλλον δεν έχει σημασία, ούτε μπορείς να το ξέρει κανείς, όταν η ρευστότητα γύρω από τα σύνορα στην περιοχή των Βαλκανίων είναι ορατή.
Τα ερωτήματα, λοιπόν, που απασχολούν τον τελευταίο καιρό τον λαό είναι εύλογα. Πώς είναι δυνατόν να προσέρχεται ο ίδιος ο Πρωθυπουργός της χώρας μας σε διάλογο με τον Πρωθυπουργό μιας άλλης χώρας, η οποία, φανερά, μέσω του ίδιου του Συντάγματός της, επιβουλεύεται τα σύνορα και την εδαφική ακεραιότητα της πατρίδας μας;
Προφανώς, διάλογος μπορεί να διεξάγεται μεταξύ δύο χωρών.
Προφανώς, διάλογος μπορεί να διεξάγεται μεταξύ δύο χωρών.
Η απάλειψη όμως όλων των αλυτρωτικών και εθνικιστικών διατυπώσεων του Συντάγματος και όλων των ανάλογων διεκδικήσεων θα έπρεπε να τεθεί ως προϋπόθεση κάθε συζήτησης για την ένταξη της γειτονικής χώρας στο ΝΑΤΟ ή σε άλλες συμμαχίες και ενώσεις.
Άλλωστε, γιατί θα πρέπει να υποχωρεί ή να εκχωρεί δικαιώματα η χώρα μας, προκειμένου μια άλλη χώρα να δημιουργήσει τις όποιες ενταξιακές της προϋποθέσεις και όχι η ίδια η χώρα που επείγεται προς αυτόν τον σκοπό;
Γιατί η πολιτεία αντιμετωπίζει με τέτοια επιπολαιότητα τα εθνικά θέματα, ακροβατώντας πάνω σε τεντωμένο σχοινί και δημιουργώντας εύλογες ανησυχίες στον λαό;
Γιατί θα πρέπει ο ελληνικός λαός να αναστατώνεται και να ταλαιπωρείται ψυχικά από επιπόλαιους διπλωματικούς χειρισμούς, που αποκαλύπτουν την αναντιστοιχία ανάμεσα στην πολιτική της εξουσίας και το πατριωτικό του αίσθημα;
Πώς να έχει εμπιστοσύνη ο ελληνικός λαός και να μην ξεσηκώνεται σε διαμαρτυρίες, όπως αυτές των συλλαλητηρίων, όταν διαπιστώνει ότι τα φαινόμενα προχειρότητας της εξωτερικής πολιτικής και διπλωματίας αυξάνονται.
Ήδη, τον τελευταίο καιρό το μεγαλύτερο μέρος του λαού μας ένιωσε εθνικά ταπεινωμένο, όταν διαπίστωνε, για μια ακόμη φορά να ασκείται επιπόλαια και αντιλαϊκά η εξωτερική πολιτική της χώρας μας, παρακολουθώντας τις επισκέψεις του Προέδρου και Υπουργών της Τουρκίας στη Θράκη.
Εκεί, παρατηρούσαν όλοι να εκτοξεύονται απαράδεκτες σοβινιστικές κορώνες ενώπιον ημετέρων υπουργών και άλλων πολιτειακών θεσμών και να χαρακτηρίζονται οι Έλληνες πολίτες, μέλη της θρησκευτικής μειονότητας της Θράκης, ως πολίτες της τουρκικής μειονότητας.
Τώρα, ο λαός βλέπει να συνεχίζεται η ίδια υποχωρητική και ενδοτική πολιτική και στο θέμα των Σκοπίων.
Οι διεκδικητικές προκλήσεις των Σκοπιανών εντείνονται, ενώπιον μιας ελληνικής πολιτείας, που κινείται ανάμεσα σε ένα πολιτικό και διπλωματικό ερασιτεχνισμό και σε ένα αναχρονιστικό μαρξιστικοφιλελεύθερο διεθνισμό, ενώ οι όποιες εκδηλώσεις υποχωρητικότητας από την πλευρά των Σκοπίων να περιορίζονται σε κάποια επιφανειακά και όχι ουσιαστικά σημεία. Τα ερωτήματα ωστόσο του κυρίαρχου ελληνικού λαού είναι πολλά.
Γιατί, για παράδειγμα, αρχίζουμε διάλογο με δικές μας υποχωρήσεις και παραχωρήσεις, σε μια χρονική περίοδο, μάλιστα, που τα Σκόπια -και όχι εμείς- επιζητούν και βιάζονται να βρουν λύση στα αλυτρωτικά προβλήματα που οι ίδιοι -όχι εμείς- έχουν δημιουργήσει στο έθνος τους με την διαχρονική επιχείρηση καπηλείας της Ιστορίας μας και τις εδαφικές και πολιτισμικές διεκδικήσεις που προκύπτουν από αυτήν;
Γιατί εκ προοιμίου τους δίνουμε τη λύση που επιδιώκουν, δηλαδή σύνθετη ονομασία, που θα περιλαμβάνει το όνομα «Μακεδονία», καθιστώντας τους συγκληρονόμους της εδώ και 30 αιώνες ελληνικής Μακεδονίας μας, όταν, μάλιστα, η έως τώρα διαγωγή αυτής της χώρας διαπιστώνεται ότι είναι αλυτρωτική, εθνικιστική και διεκδικητική; Αυτά όλα, φυσικά, τα βλέπει και τα γνωρίζει η ελληνική πολιτεία.
Πώς προχωράει λοιπόν την υπόθεση του Μακεδονικού, όταν, μάλιστα, διαπιστώνει ότι σύσσωμος ο κυρίαρχος ελληνικός λαός της δείχνει κόκκινη κάρτα για τους χειρισμούς της; Μήπως αυτοί οι πολιτικοί χειρισμοί για θέματα μείζονος εθνικής σημασίας, εξυπηρετούν άλλες σκοπιμότητες και άλλα πολιτικά παίγνια;
Ό,τι και αν συμβαίνει, όμως, η προκλητική και εμφανής υποτίμηση της φωνής του κυρίαρχου λαού δείχνει ότι περιφρονείται η δημοκρατία.
Αν, όμως, δεν υπάρχει δημοκρατική συνείδηση και ευαισθησία, στη διακυβέρνηση μιας χώρας και μάλιστα σε ό,τι αφορά τα εθνικά θέματα, τότε αρχίζουν, πλέον, να ανοίγουν τα παρασκήνια και να αποκαλύπτεται μια τάση για μια ολοκληρωτική και φασιστική διακυβέρνηση, που με αντιλαϊκές, δηλαδή δικτατορικού τύπου πολιτικές, αντί να υπηρετείται ο λαός, μεθοδεύεται η υποδούλωση και καταδυνάστευσή του.
Μετά μάλιστα από την μεγαλειώδη λαοσύναξη της Θεσσαλονίκης και την αναμενόμενη στις 4 Φεβρουαρίου της Αθήνας, είναι εμφανές ότι δεν μπορεί πλέον κανείς πολιτικός να πιστεύει ότι είναι εφικτό να εξαπτά τον ελληνικό λαό.
Ο λαός γνωρίζει και κατανοεί τα πάντα και τους πάντες. Ας αφήσουν ορισμένοι τις παλαιοκομματικές τακτικές και προσδοκίες που στόχευαν και ήλπιζαν στην παραπλάνηση του λαού με μεθοδεύσεις εμπνεόμενες και κατευθυνόμενες έσωθεν και έξωθεν.
Δεν μπορεί κανείς Έλληνας να βαπτίζει τις παραχωρήσεις ελληνικών εθνικών συμφερόντων ως ευκαιρίες επίλυσης θεμάτων που απασχολούν άλλο κράτος ή ως ιστορικούς συμβιβασμούς.
Δεν μπορεί να κόβουμε κομμάτια της ιστορίας μας και του πολιτισμού μας και να τα δίνουμε σε άλλο κράτος, όταν μάλιστα είναι βέβαιο ότι αργότερα θα υπάρξουν πιέσεις για εδαφική εξαργύρωσή τους από το κράτος αυτό και τους υποστηρικτές του.
Το θέμα του ονόματος της Μακεδονίας μας είναι υπόθεση της ελληνικής ψυχής, που, από ό, τι φαίνεται, παρά τις προσπάθειες που καταβάλλουν οι υπάλληλοι της Παγκοσμιοποίησης στη χώρα μας, παραμένει αγέρωχη, ηρωϊκή, αντάξια της ψυχής των ηρώων που θυσιάστηκαν για την απελευθέρωση της Μακεδονίας.
Αν ορισμένοι προτίθενται να βάλουν στο περιθώριο την ήδη εκπεφρασμένη θέληση του ελληνικού λαού και να υπογράψουν την παραχώρηση της εθνικής μας Ιστορίας και υπερηφάνειας, τότε θα πρέπει να γνωρίζουν ότι ο κυρίαρχος λαός, στο όνομα της ελληνικής δημοκρατίας, προτίθεται να βρει τρόπους να υπερασπιστεί την ελληνικότητα της Μακεδονίας, συνεχίζοντας τους Μακεδονικούς αγώνες των προγόνων του «τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι».
Αυτή η Πατρίδα, όπως λέει ο ποιητής Σαράντος Παυλέας, «είναι γεννημένη απ’ τους πεθαμένους» και κάθε αγνός Έλληνας πατριώτης «ακούει κάτω απ΄ το χώμα να τον φωνάζει το αίμα» της πατρίδας.
Και, όπως σημειώνει και ο Ελύτης, τα θεμέλια αυτής της ελληνορθόδοξης πατρίδας «είναι στα βουνά και πάνω τους η μνήμη καίει άκαυτη βάτος. Μνήμη του λαού που σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω».
Πηγή
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου