του Ματθαίου Ανδρεάδη
δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα "Πολίτης" στις 8/2/2008, τ. 243, σ.2
Παλαιότερα τον δημαστυνόμο διόριζε ο δήμαρχος, γιατί το δικαίωμα του «αστυνομείν» ανήκε σ΄αυτόν. Και οι δυό τους ενωμένοι,αποτελούσαν πολύ σοβαρή δύναμη απέναντι στον κάθε αντιπολιτευόμενο, που καταδιωκόμενος με δημοτικά ή κρατικά εντάλματα πληρωμής ή γι΄άλλους, αστικούς και ποινικούς λόγους,«ουδεμίαν σωτηρίαν» είχε...
Τα καθήκοντα του δημαστυνόμου ησαν πολλά:
Οπως η αντιμετώπιση τοπικών ζητημάτων τάξεως, ησυχίας, υγιεινής, πατάξεως της αισχροκέρδειας, προσβολής των ηθών, η παρεμπόδιση κοινών γυναικών να περιφέρονται σε δημόσιους περιπάτους, η απαγόρευση «ασελγείας εις τας οδούς και ιδίως εν καιρώ νυκτός», η επαγρύπνηση για τη διαγωγή των κατοίκων εκείνων, των οποίων «τα μέσα υπάρξεως» ησαν άγνωστα, ή λίγο γνωστά, καθώς και ατόμων «εις τα οποία προσάπτεται ασωτεία και διαφθορά των ηθών των νέων, αμφοτέρων των γενών», ιδιαίτερα των «γοήτων» ή απατεώνων, η παρεμπόδιση να λούονται οι άνδρες και οι γυναίκες μαζί στο ίδιο μέρος, τόσο σε ποταμούς όσο και στα παράλια, γενικά η φροντίδα για τη διατήρηση της ευταξίας σε μέρη όπου γίνονταν συνάξεις ανθρώπων (αγορές, πανηγύρια, τελετές, θέατρα, καφενεία, παιχνίδια, εκκλησίες, δημόσιοι χώροι, κ.λπ).
Με δεδομένο,οτι η τοπική αστυνομία δεν άργησε να γίνει με τον καιρό όργανο των παθών και των επί μέρους τοπικών συμφερόντων, οι κυβερνήσεις ενίσχυσαν τη χωροφυλακή εγκαθιστώντας την σε διάφορα μέρη, επιλεκτικά, και διορίζοντας αλλού υπομοιράρχους και αλλού μοιράρχους ή αποστράτους αξιωματικούς.
Εκτιμώντας με την πάροδο του χρόνου, οτι τα εγχώρια πάθη και συμφέροντα δεν επέτρεπαν αποτελεσματική αστυνόμευση, το «αστυνομείν» το περιέλαβαν στο κράτος.
΄Εκτοτε η αστυνομία είχε δικαίωμα να επαγρυπνεί για την αυστηρή τήρηση των κανόνων του νόμου και τη διαφύλαξη των «καλών ηθών».
Το 1908 η αστυνομία στην Κόρινθο, με αστυνόμο τον Παν.Τσάκα, δεν παρέλειπε, εκτελώντας το καθήκον της, να εισέρχεται στα δημόσια κέντρα διατάσσοντας το κλείσιμο «των ωδικών καφενείων και καπηλείων», όπως και των «λεσχών, των ζυθοπωλείων και λοιπών μερών» για τους προαναφερόμενους λόγους αλλά και για τυχόν παραβίαση του ωραρίου εργασίας, που ηταν για τα τα κέντρα αυτά, η 10η νυκτερινή το χειμώνα και η 11η το καλοκαίρι.
Στους χώρους αυτούς, όσες φορές βεβαιωνόταν προσέλευση και παραμονή, εκτός άλλων, και ατόμων «υπόπτων», που οι συνέπειες απ΄τη συμπεριφορά τους αφορούσαν, σαφώς, στους κανόνες του νόμου και στη διαφύλαξη της ηθικής, η αστυνομία επενέβαινε.
Σε μερικά ημερήσια ή νυκτερινά κατά κανόνα (ωδικά ή μη) καφενεία και άλλα κέντρα («εν τοις καφενείοις και οπουδήποτε αλλού»), γινόταν, εκτός των άλλων, και χρήση της ινδικής κάνναβης, που απ΄το 1890 είχε απαγορευθεί, επ’απειλή των σχετικών ποινών.
Μέσα σ΄ενα τέτοιο κλίμα και στην Κόρινθο, απο παληά, ηχούσαν «τα σαντούρια μετά του αχωρίστου αμανέ», αλλά στην πραγματικότητα, όπως εχει σημειωθεί, ηχούσαν «ωρυγαί υπο το πρόσχημα άσματος», που σ΄άλλα μέρη γρήγορα θα προκαλούσαν την επέμβαση της αστυνομίας (ίσως για την κακοφωνία τους).
Τον Φεβρουάριο 1908 κατόπιν δραστηρίων ενεργειών του αστυνόμου Κορίνθου συνελήφθη ο φυγόδικος Γ.Γιανν., ο οποίος «πρό τινων μηνών είχε φονεύσει ενταύθα την συζυγόν του τραυματίσας και την πενθεράν του, έκτοτε δε περιεπλανάτο ανά την Κορινθίαν και την επαρχίαν ΄Αργους εξ ης κατάγεται, καταστάς επίφοβος εις την δημοσίαν τάξιν».
Τα χρόνια της πρώτης δεκαετίας του 19ου αιώνα στην Κόρινθο η αστυνομία είχε αποκτήσει αίγλη και σοβαρότητα.
Οι Κορίνθιοι,ωστόσο,δεν είχαν λησμονήσει παλαιότερους, γραφικούς αστυνόμους, όπως κάποιον που, (όπως τον κατηγορούσαν), τηρούσε συμπεριφορά του πρώτου βαθμού του, δηλαδή του απλού χωροφύλακα, γιατί «αντί ξίφους, έφερεν εις χείρας ογκώδη βούρδουλαν, όν αρειμανίως εκίνει, διατρέχων τας οδούς άλλοτε έφιππος ως τροπαιούχος στρατάρχης, άλλοτε πεζός, έχων ξεκουμβωμένην την στολήν του εις το στήθος, επιδεικνύων το ερυθρόν ραβδωτόν υποκάμισόν του και αφίνων ούτω να εξατμίζεται η ακανόνιστος γαστέρα του, την οποίαν θα εζήλευε γνωστός εις τους Κορινθίους ηγούμενος».
Πηγή
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου